- καταξαίνω
- καταξαίνω (AM)καταξεσχίζω, κατακομματιάζω («τούς... πλόκους κόμης καταξήνωσι Παρνασσοῡ πλάκες», Ευρ.)αρχ.1. (συν. για έριο) ξαίνω καλά, λαναρίζω2. φθείρω, καταστρέφω (α. «νόσοι καταξαίνουσιν ὅλα δι' ὅλων», Φίλ.β. «ὅπλα κατεξάνθαι», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ξαίνω «χτυπώ, καταστρέφω» αλλά και «χτενίζω το μαλλί»].
Dictionary of Greek. 2013.